- θεοκαπηλία
- η1. η χρηματική εκμετάλλευση των θείων, η καπηλεία τού ονόματος τού θεού2. η χειροτονία κληρικών με δωροδοκία, η σιμωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.